- κιβδηλιώ
- κιβδηλιῶ, -άω (Α) [κίβδηλος]1. έχω όψη κίβδηλου νομίσματος2. μτφ. γίνομαι κίτρινος, πάσχω από ίκτερο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κίβδηλος — η, ο (ΑΜ κίβδηλος, ον) 1. (για ευγενή μέταλλα και για νομίσματα που προήλθαν από αυτά) νοθευμένος με ευτελή μέταλλα, κάλπικος, παραχαραγμένος, παραποιημένος («χρυσοῡ κιβδήλοιο καὶ ἀργύρου», Θέογν.) 2. μτφ. δόλιος, ανειλικρινής, ψεύτικος, απατηλός … Dictionary of Greek